2/10/07

Περί ασφαλιστικού ο λόγος..

Επ’ αφορμή της αναμονής έναρξης του περιβόητου κοινωνικού διαλόγου τον οποίο αναμένεται να διαχειριστούν από κοινού ο αντικαταστάτης του Σάββα Τσιτουρίδη στο υπουργείο Απασχόλησης, Βασίλης Μαγγίνας, και ο τσάρος (!) της ελληνικής οικονομίας (η οποία ειρίστω εν παρόδω αναπτύσσεται με τους μεγαλύτερους ρυθμούς στην ευρωζώνη όμως διαθέτει τους χαμηλότερα αμειβόμενους σε αυτήν) Γιώργος Αλογοσκούφης, επιβάλλεται θεωρώ να θίξουμε με το θάρρος και την ευρηματικότητα που απαιτούν και επιβάλλουν, σε κάθε περίπτωση οι επιμέρους συνιστώσες του ζητήματος. Εισαγωγικά θα ήθελα να διευκρινίσω το κείμενο που ακολουθήσει δεν παρατίθεται προκειμένου να αποτελέσει ένα ακόμα κείμενο αόριστου, γενικόλογου και ατελέσφορου προβληματισμού επάνω στο εν λόγω ζήτημα που απασχολεί και πρόκειται να απασχολήσει ακόμη πιο έντονα την κοινωνία μας (το ασφαλίστικό καθεστώς είναι κατά την άποψη του γράφοντος ένα κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα που χρίζει της δέουσας προσοχής). Η αρθρογραφία έχει νομίζω συμφορηθεί σε υπερβολικό βαθμό από κείμενα που είτε διατυμπανίζουν προς κάθε κατέυθυνση ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν πρέπει να αναδιαρθρωθεί πρόχειρα και βιαστικά είτε προχωρούν σε μια στείρα καταγραφή των δημογραφικών και οικονομικών συνισταμένων του προβλήματος επαφιόμενοι στους πολιτικούς ταγούς (προσωπικά αμφισβητώ τόσο τον όρο όσο και την υπαρξη τέτοιων στην τάξη των επαγγελματιών Ελλήνων πολιτικών) οι οποίοι οφείλουν να βρουν μια ήπια και συμβιβαστική λύση ως άλλοι μάγοι που θα βγάλουν λαγούς από τα καπέλα τους.

Εν αρχή ην η συμφωνία ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος με σοβαρότατες επιπτώσεις στην κοινωνία μας και στην κοινωνική συνοχή. Εάν οι λεγόμενοι κοινωνικοί έταιροι δεν αντιληφθούν την σοβαρότητα αφενός και την αμεσότητα του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν θετικά στην επίλυση του. Κανείς θεωρώ σώφρων πολίτης δεν διαφωνεί ότι οι κοινωνικοί έταιροι της κυβέρνησης έχουν και πρέπει να έχουν λόγο σε ότι αφορά ένα ζήτημα που τους αφορά κα’ εξοχήν. Η αύξηση των ορίων ηλικίας για τους άντρες και τις γυναίκες, οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων καθώς και το ύψος των συντάξεων είναι ζητήματος που άπτονται των ζωών όλων των πολιτών και στον κοινωνικό διάλογο που θα ακολουθήσει όλοι θα πρέπει, συντεταγμένα και συγκροτημένα, να συμμετάσχουν. Εξάλλου η παρούσα κυβέρνηση, και για λόγους που σχετίζονται με την πολιτική της δύναμη και νομιμοποίηση, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει μονομερώς σε ρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος όσο και αν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι ο διάλογος ‘θα πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης’.Το γεγονός άλλωστε ότι δεν έχει υπάρξει μια ρηξικέλευθη και αποτελεσματική μεταρρύθμιση όλα αυτά τα χρόνια που τα δύο κόμματα εξουσίας εναλλάσσονται οφείλεται σε αυτον ακριβώς στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του προβλήματος. Η αντίληψη της διάστασης του προβλήματος πέρα και έξω από ιδεολογικές παρωπίδες και πολιτικά χαρακώματα είναι το ζητούμενο αν και θα έπρεπε να είναι κάτι το αυτονόητο. Τα περί ύπαρξης κρυφής ατζέντας που επικαλείται μεγάλη μερίδα του συνδικαλιστικού χώρο αποτελεί κατ’ εμέ μια πρόφαση αποχής που προκαλεί μειδίαμα και οργή σε όποιον θεωρεί τα συνδικάτα ως μέσο προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων σε μια οικονομία της αγοράς και όχι ως αντιπολιτευτικά τσιφλίκια που ταμπουρώνονται πίσω από την στασιμότητα και σιγουρία. Μια σύγχρονη συνδικαλιστική οργάνωση θα πρέπει συνεισφέρει δημιουργικά στον κοινωνικό διάλογο και όχι να τον ακυρώνει συνολικά, ενάντια μάλιστα στην κρατούσα κοινωνική αντίληψη.

Η συμμετοχή δεν είναι σαφώς το μοναδικό ζητούμενο. Δεν απαλλάσει τους κοινωνικούς εταίρους από τις ευθύνες του ούτε πρέπει να είναι προσχηματική, εξυπηρετώντας εκ των υστέρων μικρο-κομματικές σκοπιμότητες. Είναι προφανές ότι η συμμετοχή αυτή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από δυναμισμό, σαφήνεια θέσεων και προτάσεων, διάθεση για συμβιβασμό και φυσικά προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων μέσα στο πλαίσιο που επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες και το διεθνές περιβάλλον. Φωνασκίες, στείρες αντιδράσεις και μονολιθικότητα δεν έχουν θέση σε έναν τέτοιο διάλογο διότι τον δυναμιτίζουν εν τη γενέσει του. Ολοι θα πρέπει να συναισθανθούν την κρισιμότητα του ζητήματος που τίθεται επι τάπητως και να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για αυτό. Είναι προσβλητικό για την νοημοσύνη του μέσου Έλληνα πολίτη η κυβέρνηση Καραμανλή από την μία να εκθειάζει τον μεταρρυθμιστικό της ζήλο βαυκαλιζόμενη ότι αποτελεί την μοναδική αξιόπιστη πρόταση εξουσίας στον τόπο και από την άλλη να διαμυνύει καιροσκοπικά διαμέσου του πρωθυπουργού ότι δεν θα θιχθούν τα όρια συντάξιμης ηλικίας, το ύψος των συντάξεων και οι εισφορές. Αυτό δεν αποτελεί απλά μια light εκδοχή μεταρρύθμισης αλλά ένα πραγματικό μαγικό τρικ το οποίο θα μάγευε ακόμη και τον Χουντίνι (sic). Είναι σαφές νομίζω ότι η παρούσα κυβέρνηση, όπως και αυτές που προηγήθηκαν, είναι δέσμιες ενός πολιτικού κόστους το οποίο όμως θα πρέπει εν τέλει να επωμιστούν κάποτε. Είναι η ώρα οι πολιτικοί να επιδείξουν σθένος και πολιτική βούληση στην κατεύθυνση της λύσης ενός προβλήματος που τείνει να μετατίθεται αδιαλλείπτως στις ελληνικές καλένδες. Θα πρέπει να γίνει σαφές και αντιληπτό από εκείνους ότι η κατάκτηση και η νομή της εξουσίας δεν αποτελεί τον αυτοσκοπό της πολιτικής διαδικασίας αλλά το μέσο για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών που τους νομιμοποιούν και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που απειλούν την ευημερία τους. Σε τελική ανάλυση εάν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν αποδίδει στην πράξη ποιος είναι ο λόγος να υφίσταται. Τα συνδικάτα, ελεγχόμενα στην πλειοψηφία τους από την ιδιότυπη αυτή κάστα της αντιπολιτευόμενης, κρατικοδίαιτης νομεκλατούρας, δεν θα πρέπει να να εισέλθουν σε αυτόν το ευρύ διάλογο με την απειλή της φυγής και της συνακόλουθης προσφυγής σε λαικές κινητοποιήσεις οι οποίες εντείνουν το φοβικό σύνδρομο οποιουδήποτε επιθυμεί να διατηρηθεί στην εξουσία.

Τελευταίο στοιχείο,μείζονος σημασίας, στο οποίο θα σταθούμε είναι ο διάλογος και οι προτάσεις που θα πρέπει να διατυπωθούν. Το πρόβλημα το οποίο έχει προκύψει και αφορά την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος δεν είναι κάτι το νέο ούτε βεβαίως έχει άγνωστες αιτίες. Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, η υποαπασχόληση του γυναικείου πληθυσμού, η εισφοροδιαφυγή και η αδήλωτη εργασία είναι οι πιο σημαντικοί από τους παράγοντες που το δημιούργησαν και συνεχίζουν να το επιδεινώνουν. Η βάση της λύσης του ζητήματος θα πρέπει να είναι αυτές ακριβώς οι συνιστώσες. Ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας είναι δυνατόν να αλλάξουμε?Μπορούμε να δημιουργήσουμε γέναια και ουσιαστικά κίνητρα για την δημιουργία οικογένειας στα νέα ζευγάρια εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητα του συστήματος σε μακροχρόνια βάση? Μπορούμε να ενθαρρύνουμε την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη που θα κινητοποιεί τα πιο δημιουργικά κομμάτια του εργατικού δυναμικού της χώρας και θα παράγει πλούτος? Σε ποιο βαθμό θα πρέπει να επιτρέψουμε σε εκείνουν που το επιθυμούν εργαστούν σε ένα πλαίσιο αυξημένης ευελιξίας, κατά παρέκκλιση της μόνιμης απασχόλησης? Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους και των αρμόδιων υπηρεσιών σε ότι αφορά το καθεστώς της ημιαπασχόλησης και την ευελιξίας στην αγορά εργασίας? Με ποιες δράσει θα ενισχυθεί περεταίρω η απασχόληση των γυναικών και θα ενθαρρυνθεί η γυναικεία επιχειρηματικότητα? Πως ένα απλοποιημένο, δίκαιο, μηχανογραφημένο και λιγότερο γραφειοκρατικό φορολογικό σύστημα θα συλλαμβάνει εκείνους που εισφοροδιαφεύγουν εις βάρος εκείνων που δεν το κάνουν? Τέλος πως μια συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική θα εντάσει τους ξένους που εργαζονται στην χώρα μας δίνοντας πολύτιμη ένεση ζωτικότητας σε έναν πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από διαρκώς επιδεινούμενη γήρανση?. Η αύξηση των ορίων ηλικίας είναι ρεαλιστικά η προφανής όσο και αυτονόητη ρύθμιση στην οποία ενδέχεται να προχωρήσει η κυβέρνηση προκειμένου να αμβλύνει το πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν αποτελεί όμως παρά μια λύση μέσου χρονικού ορίζοντα. Θα πρέπει οι συνισταμένες του προβλήματος (όπως αυτές αναφέρθηκαν) να συνεκτιμηθούν. Στόχος του κοινωνικού διαλόγου δεν είναι η μετάθεση του προβλήματος όπως έπραξαν όλες οι κυβερνήσεις από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 αλλά μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τα δεδομένα και θα πρωθεί τις ενδεδειγμένες λύσεις προς το κοινό συμφέρον. Στην αναζήτηση της είναι αυτονόητο ότι προνόμια και αδικίες που εκτράφηκαν και συντηρήθηκάν όλα αυτά το χρόνια δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου