24/5/08

Η μέγγενη της ομαδοποίησης και η αναγκαιότητα για πολιτική απάντηση:η Γενιά των 700( μπορεί και κάτι παραπάνω..) ευρώ

"Όταν φταίνε όλοι, δεν φταίει κανένας" μου θύμισε εύστοχα μια γνώριμη φωνή στο Μοναστηράκι πριν από μερικές
μέρες (πριν αρκετά milligram αλκοόλ κυλισουν στο αίμα μας σε ένα απόκοσμα μυστηριακό μπαρ στου Ψυρρή...loL)
Ηταν χωρίς αμφιβολία η φυσική αποφδεγματική κατάληξη όλων αυτών των σκέψεων που έκανα τις τελευταίες μέρες.Αρχίζοντας από το άθλιο αστικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε, συνεχίζοντας στην απίστευτη γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα και διαφθορά που χαρακτηρίζει την διοίκηση που ΕΜΕΙΣ πληρώνουμε και τελειώνοντας στο τι μέλει γενέσθεαι. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει μόνο το μίζερο, ξενοφοβικό,νωθρό προσωπείο που προβάλλεται, και έτσι διαγράφεται στο συλλογικό κοινωνικό υποσεινήδυτο.Σήμερα γενιέται και υπάρχει μια, μικρή ακόμα, Ελλάδα της εξερέυνησης εναλλακτικών τρόπων διανοητικής έκφρασης.Μια Ελλάδα του αγώνα για τα πολυσυζητημένα 700 ευρώ η οποία δεν προσκολάται στην στείρα,απαισιόδοξη ρητορική και δεν οχυρώνεται πίσω από blogs και εκπομπές που έχουν να κάνουν με αυτήν. Κανένας δεν πρόκειται να παλέψει για αυτούς τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο πάθος που έχουν εκείνοι και αυτό είναι κάτι το οποίο γνωρίζουν καλά.
"Πάμε για τα καλύτερα" συνηθίζει να λέει ένας συνάδελφος στην δουλειά μου, που μου αποφέρει λίγο παραπάνω απο 700 ευρώ. Η φράση του και το ύφος του χαρακτηριστικά μιας νέας γενιάς ανθρώπών που έχουν συμφιλιωθεί με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και έχουν κάνει τις τελευταίες να λειτουργούν υπέρ τους. Ο μηδενισμός και η άκριτη ομαδοποίηση, ειδικά όταν αυτή αφορά ανθρώπινες υπάρξεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ανάγκες δεν βοηθάει στην εξέυρεση των αιτιών των εκάστοτε προβληματών και την ουσιαστική αντιμετώπιση τους. Η G-700 αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Δεν είναι δυνατόν σε αυτήν την ομάδα να εντάσσεται κάποιος από την Λάρισσα η την Πάτρα που θα πρέπει να καλύψει με αυτά τα χρήματα τις βιοτικές του ανάγκες σε μια πανάκριβη πόλη όπως η Αθήνα και από την άλλη κάποιος ο οποίος ΔΕΝ εργάζεται, μένει στο σπίτι των δικών του και ο μόνος λόγος που αυτοαποκαλείται G700 είναι γιατί κάποτε έφυγε από μια συνέντευξη όταν τον ενημέρωσαν για το "ανταγωνιστικό πακέτο αποδοχών"

Μήπως η συγκεκριμένοποίηση και η εννοιολόγηση ενός φαινομένου οικονομικής δυσπραγίας, με ότι αυτή συνεπάγεται για την ατομική ψυχολογία και την αυτοπεποίθηση, μιας δυναμικής και καταρτισμένης κοινωνικής ομάδας εξυπηρετεί πάνω από όλα το ίδιο το σύστημα:την πολιτική ελίτ η οποία βρήκε ένα νέο target group μετά τις γυναίκες και τους αγρότες, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που τρομοκρατούν τους νέοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας νέους σχετικά με το επαγγελματικό τους μέλλον και , εν τέλει την κοινωνία που σιγά-σιγά συμβιβάζεται με την ιδέα ότι η διεθνής οικονομική ύφεση και ο αυξανόμενος άγριος και ανεξέλκτος ανταγωνισμός μπορεί να φέρει νέους και νέες σε αυτήν την θέση. Μήπως το να ακούμε συνεχώς για αυτήν την περίφημη γενιά, συμφιλιώνει όλους μας με την ιδέα ότι πιθανόν να υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που δεν μπορούν να πιούν ένα καφέ? Μήπως, τελικά, η γενιά των 700 ευρώ είναι ένα θεωρητικό κατασκευασμά που θέλει να εντοπίσει την γενικότερη οικονομική κρίση σε μια προσδιορισμένη ηλικιακά και μορφωτικά, κοινωνική ομάδα ωσάν άλλες ομάδες να μην αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα (ανασφάλιστη εργασία, εξευτελιστικές αποδοχές, αναξιοκρατία)

Τα εγγενή προβλήματα του διεθνιστικού, ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού δεν αντιμετωπίζονται με ομαδοποιήσεις και δημιουργία labels όπως αυτό της G-700.Ένα blog συμβουλευτικού χαρακτήρα και μερικές εκπομπές δεν θα βελτιώσουν την ζωή εκείνων που ανήκουν πραγματικά στους νέους εκείνους που έχουν τα προσόντα για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο.Το φαινόμενο δεν είναι μόνο κοινωνιολογικό και οικονομικό. Είναι πάνω από όλα πολιτικό καθώς έχει να κάνει με την ευημερία μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας. Ως τέτοιο θα περίμενε κανείς να αντιμετωπιστεί απο τους άμεσα ενδιαφερόμενους.



13/5/08

Κραυγή


Στη σύγχρονη, πολιτισμένη Ελλάδα με το κράτος πρόνοιας και τις υπεύθυνες Αρχές, οι κραυγές των Ελλήνων αναμειγνύονται επικίνδυνα με αυτές των προσφύγων. Παρακάτω είναι η κραυγή ενός Αφγανού πρόσφυγα, που είδε τις ελπίδες του για μια άλλη ζωή να γίνονται ξέρα, ερημιά και εξορία. Η απόγνωση του Νασίμ -γράφει στη «Βραδυνή» ο Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου- «πέρασε σαν υπέρηχος, που δεν πιάνουν τα ανθρώπινα αυτιά, στο Διαδίκτυο, από ιστολόγιο σε ιστολόγιο» και έφτασε ως εδω.

«Λέγομαι Νασίμ Μουχάμεντ, είμαι από το Αφγανιστάν, 22 χρονών. Είμαι σχεδόν 3 χρόνια στην Ελλάδα. Τους πρώτους 15 μήνες ήμουν μέσα στη φυλακή της Αυλώνας επειδή τη δεύτερη μέρα που βρέθηκα εδώ, πήγα στο Αλλοδαπών να ζητήσω άσυλο ως πρόσφυγας. Με παίρνει ο αστυνόμος μέσα στο Τμήμα και με χτύπησαν πάρα πολύ, τόσο που δεν μπορούσα να κοιμηθώ για μια εβδομάδα.

Μου είπαν: "λες ψέματα για το πώς ήρθες. Ποιος έχει πληρώσει; Να μου πεις ποιος σ' έφερε εδώ". Μετά, την άλλη μέρα με πήγαν στο δικαστήριο. Δικάστηκα μέσα σε 2,5 λεπτά, δεν μου 'φέραν δικηγόρο, δεν είχα μετάφραση, δεν ήξερα τι είναι, γιατί πρώτη φορά βρέθηκα μπροστά στο Νόμο, μπροστά σε δικαστήριο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν, είχα άγχος, δεν είχα δικηγόρο, δε γνώριζα κανέναν εδώ.

Με πήγαν και στο κρατητήριο. Δεκάξι είμαστε εκεί. Εφαγα ξύλο από τους κρατούμενους... Μετά με πήγαν στην Αυλώνα. Ύστερα από 2-3 μήνες βρήκα ένα παιδί, με πήγε για να μάθω γιατί με φέρανε, τι έχω κάνει. Μου είπε ότι στο δικαστήριο μου έχουν ρίξει 4 μήνες φυλακή, θα πληρώσω πρόστιμο γιατί ήρθα εδώ για να ζήσω και δικαστική απέλαση...

Εκανα απεργίες πείνας, δεν μου απάντησε κανείς (...) Εμεινα εκεί 15 μήνες και κάθε φορά που πήγαινα δικαστήριο χωρίς δικηγόρο, χωρίς μετάφραση, μου έλεγαν: "πού θέλεις να πας; Κάτσε εδώ". Κάθε φορά οι υπάλληλοι φώναζαν: "Μπιν Λάντεν, πού πας;". Με κορόιδευαν, με φώναζαν Μπιν Λάντεν. Το όνομά μου δεν το ήξερε κανείς εκεί... Μου φερόντουσαν σα να μην είμαι άνθρωπος. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα... Εχασα το δικαίωμα να ζητήσω άσυλο.

Μετά από 15 μήνες βγήκα έξω και σχεδόν 2 χρόνια τώρα ζω με ένα αποφυλακιστήριο. Αυτά είναι τα χαρτιά μου. Δε μπορώ να βγάλω άδεια παραμονής, δε μπορώ να δουλέψω, δε μπορώ να κάνω τίποτα (...) Πρέπει να ζήσω με αυτό το χαρτί... Δε μπορώ να κάνω μπροστά, δε μπορώ να κάνω πίσω. Πρέπει να ζήσω με αυτό το χαρτί. Ευχαριστώ πολύ»