8/10/07

Η φύση απεχθάνεται το κενό, η ελληνική πολτική όχι!

(τουλάχιστον έτσι κενοί που είναι, ας τους βαρέσουμε να δούμε αν θα βγάλουν ήχο!!)

Ο «σύντροφος» πρόλαβε και έβαλε γκάλοπ για το ΠΑΣΟΚ. Δεν έχει όμως την επιλογή που θέλω εγώ. Ψηφίζω δαγκωτό Κούλη Μητσοτάκη! Οφείλει να φύγει από τη ΝΔ... τόσα χρόνια χωρίς αποστασία και προδοσία αυτή η οικογένεια πως αντέχει..? Θα χαλάσει η παράδοση!

«Σημίτης. Πρωθυπουργός της χώρας στο τηλέφωνο». –«Ανέλπιστο, ανέλπιστο...»
Και εφιαλτικό...Όλα τα είχαμε, εμφανίστηκε και ο «καταλληλότερος» για να δέσει το γλυκό... «Αισθάνομαι δυσάρεστα».

Οι Σουηδοί πάντως υποστηρίζουν Ευάγγελο Βενιζέλο. Περιμένουν να χάσει τη...δουλειά του ο Γιώργος από το ΠΑΣΟΚ για να τον προσλάβουν να καθαρίσει την υπόλοιπη μίση Στοκχόλμη που άφησε βρόμικη από εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς...

Η ασύμμετρη κωμωδία της ΝΔ συνεχίζεται. Δεν έχει ‘γράνα’ στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά έχει Λιάπη υπουργό πολιτισμού. Φήμες πως οι εναπομένουσες Καρυάτιδες της ακρόπολης βρέθηκαν έντρομες στο αεροδρόμιο, ψάχνοντας εισιτήριο για Λονδίνο κ βρετανικό μουσείο ελέγχονται ως ανακριβείς....

Τα στελέχη του ΚΚΕ αρνούνται να βγουν στο ΜΕΓΚΑ. Ευτυχώς όμως στη Μεσογείων τους ανήκει το ΠΑΣΟΚ, ώστε να καλυφθεί το αριστερό κενό...

Οι bloggers αποτελούμε το πλέον ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Μετά τη βουβή διαμαρτυρία για τις φωτιές, θα οργανώσουμε και βουβή απεργία. Θα πάμε δηλαδή κανονικά στα γραφεία μας, θα δουλέψουμε κανονικότατα τις απλήρωτες υπερωρίες μας και δε θα βγάλουμε άχνα!

Παράκληση στελεχών φιλικά προσκείμενων στον Ευ. Βενιζέλο. Ο μελλοντικός πρόεδρος και πλανητάρχης, παρακαλεί την επομένη φορά να πετάξετε και καμιά μπουγατσούλα. Είπαμε, κάνει δίαιτα, αλλά όχι και ξεροσφύρι τον καφέ ρε παιδιά!

Το κίνημα πάσχει λέει επικοινωνιακά. Αν ανέβει δηλαδή ο Βενιζέλος, αλλιώς θα είναι να σου λέει πως η κατώτατη σύνταξη είναι 400-500 ευρώ. Θα στο λέει με όμορφες λέξεις, οπότε θα χορταίνεις. Ενώ με το Γιωργάκη ας πούμε, άντε να καταλάβει ο συνταξιούχος αγγλικά...

Όπα αδέλφια, όχι τόσο αριστερά το τιμόνι, θα μπατάρετε!
(έχετε όμως και Πάγκαλο στα δεξιά για αντίβαρο..)

2/10/07

Περί ασφαλιστικού ο λόγος..

Επ’ αφορμή της αναμονής έναρξης του περιβόητου κοινωνικού διαλόγου τον οποίο αναμένεται να διαχειριστούν από κοινού ο αντικαταστάτης του Σάββα Τσιτουρίδη στο υπουργείο Απασχόλησης, Βασίλης Μαγγίνας, και ο τσάρος (!) της ελληνικής οικονομίας (η οποία ειρίστω εν παρόδω αναπτύσσεται με τους μεγαλύτερους ρυθμούς στην ευρωζώνη όμως διαθέτει τους χαμηλότερα αμειβόμενους σε αυτήν) Γιώργος Αλογοσκούφης, επιβάλλεται θεωρώ να θίξουμε με το θάρρος και την ευρηματικότητα που απαιτούν και επιβάλλουν, σε κάθε περίπτωση οι επιμέρους συνιστώσες του ζητήματος. Εισαγωγικά θα ήθελα να διευκρινίσω το κείμενο που ακολουθήσει δεν παρατίθεται προκειμένου να αποτελέσει ένα ακόμα κείμενο αόριστου, γενικόλογου και ατελέσφορου προβληματισμού επάνω στο εν λόγω ζήτημα που απασχολεί και πρόκειται να απασχολήσει ακόμη πιο έντονα την κοινωνία μας (το ασφαλίστικό καθεστώς είναι κατά την άποψη του γράφοντος ένα κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα που χρίζει της δέουσας προσοχής). Η αρθρογραφία έχει νομίζω συμφορηθεί σε υπερβολικό βαθμό από κείμενα που είτε διατυμπανίζουν προς κάθε κατέυθυνση ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν πρέπει να αναδιαρθρωθεί πρόχειρα και βιαστικά είτε προχωρούν σε μια στείρα καταγραφή των δημογραφικών και οικονομικών συνισταμένων του προβλήματος επαφιόμενοι στους πολιτικούς ταγούς (προσωπικά αμφισβητώ τόσο τον όρο όσο και την υπαρξη τέτοιων στην τάξη των επαγγελματιών Ελλήνων πολιτικών) οι οποίοι οφείλουν να βρουν μια ήπια και συμβιβαστική λύση ως άλλοι μάγοι που θα βγάλουν λαγούς από τα καπέλα τους.

Εν αρχή ην η συμφωνία ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος με σοβαρότατες επιπτώσεις στην κοινωνία μας και στην κοινωνική συνοχή. Εάν οι λεγόμενοι κοινωνικοί έταιροι δεν αντιληφθούν την σοβαρότητα αφενός και την αμεσότητα του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν θετικά στην επίλυση του. Κανείς θεωρώ σώφρων πολίτης δεν διαφωνεί ότι οι κοινωνικοί έταιροι της κυβέρνησης έχουν και πρέπει να έχουν λόγο σε ότι αφορά ένα ζήτημα που τους αφορά κα’ εξοχήν. Η αύξηση των ορίων ηλικίας για τους άντρες και τις γυναίκες, οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων καθώς και το ύψος των συντάξεων είναι ζητήματος που άπτονται των ζωών όλων των πολιτών και στον κοινωνικό διάλογο που θα ακολουθήσει όλοι θα πρέπει, συντεταγμένα και συγκροτημένα, να συμμετάσχουν. Εξάλλου η παρούσα κυβέρνηση, και για λόγους που σχετίζονται με την πολιτική της δύναμη και νομιμοποίηση, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει μονομερώς σε ρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος όσο και αν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι ο διάλογος ‘θα πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης’.Το γεγονός άλλωστε ότι δεν έχει υπάρξει μια ρηξικέλευθη και αποτελεσματική μεταρρύθμιση όλα αυτά τα χρόνια που τα δύο κόμματα εξουσίας εναλλάσσονται οφείλεται σε αυτον ακριβώς στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του προβλήματος. Η αντίληψη της διάστασης του προβλήματος πέρα και έξω από ιδεολογικές παρωπίδες και πολιτικά χαρακώματα είναι το ζητούμενο αν και θα έπρεπε να είναι κάτι το αυτονόητο. Τα περί ύπαρξης κρυφής ατζέντας που επικαλείται μεγάλη μερίδα του συνδικαλιστικού χώρο αποτελεί κατ’ εμέ μια πρόφαση αποχής που προκαλεί μειδίαμα και οργή σε όποιον θεωρεί τα συνδικάτα ως μέσο προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων σε μια οικονομία της αγοράς και όχι ως αντιπολιτευτικά τσιφλίκια που ταμπουρώνονται πίσω από την στασιμότητα και σιγουρία. Μια σύγχρονη συνδικαλιστική οργάνωση θα πρέπει συνεισφέρει δημιουργικά στον κοινωνικό διάλογο και όχι να τον ακυρώνει συνολικά, ενάντια μάλιστα στην κρατούσα κοινωνική αντίληψη.

Η συμμετοχή δεν είναι σαφώς το μοναδικό ζητούμενο. Δεν απαλλάσει τους κοινωνικούς εταίρους από τις ευθύνες του ούτε πρέπει να είναι προσχηματική, εξυπηρετώντας εκ των υστέρων μικρο-κομματικές σκοπιμότητες. Είναι προφανές ότι η συμμετοχή αυτή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από δυναμισμό, σαφήνεια θέσεων και προτάσεων, διάθεση για συμβιβασμό και φυσικά προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων μέσα στο πλαίσιο που επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες και το διεθνές περιβάλλον. Φωνασκίες, στείρες αντιδράσεις και μονολιθικότητα δεν έχουν θέση σε έναν τέτοιο διάλογο διότι τον δυναμιτίζουν εν τη γενέσει του. Ολοι θα πρέπει να συναισθανθούν την κρισιμότητα του ζητήματος που τίθεται επι τάπητως και να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για αυτό. Είναι προσβλητικό για την νοημοσύνη του μέσου Έλληνα πολίτη η κυβέρνηση Καραμανλή από την μία να εκθειάζει τον μεταρρυθμιστικό της ζήλο βαυκαλιζόμενη ότι αποτελεί την μοναδική αξιόπιστη πρόταση εξουσίας στον τόπο και από την άλλη να διαμυνύει καιροσκοπικά διαμέσου του πρωθυπουργού ότι δεν θα θιχθούν τα όρια συντάξιμης ηλικίας, το ύψος των συντάξεων και οι εισφορές. Αυτό δεν αποτελεί απλά μια light εκδοχή μεταρρύθμισης αλλά ένα πραγματικό μαγικό τρικ το οποίο θα μάγευε ακόμη και τον Χουντίνι (sic). Είναι σαφές νομίζω ότι η παρούσα κυβέρνηση, όπως και αυτές που προηγήθηκαν, είναι δέσμιες ενός πολιτικού κόστους το οποίο όμως θα πρέπει εν τέλει να επωμιστούν κάποτε. Είναι η ώρα οι πολιτικοί να επιδείξουν σθένος και πολιτική βούληση στην κατεύθυνση της λύσης ενός προβλήματος που τείνει να μετατίθεται αδιαλλείπτως στις ελληνικές καλένδες. Θα πρέπει να γίνει σαφές και αντιληπτό από εκείνους ότι η κατάκτηση και η νομή της εξουσίας δεν αποτελεί τον αυτοσκοπό της πολιτικής διαδικασίας αλλά το μέσο για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών που τους νομιμοποιούν και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που απειλούν την ευημερία τους. Σε τελική ανάλυση εάν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν αποδίδει στην πράξη ποιος είναι ο λόγος να υφίσταται. Τα συνδικάτα, ελεγχόμενα στην πλειοψηφία τους από την ιδιότυπη αυτή κάστα της αντιπολιτευόμενης, κρατικοδίαιτης νομεκλατούρας, δεν θα πρέπει να να εισέλθουν σε αυτόν το ευρύ διάλογο με την απειλή της φυγής και της συνακόλουθης προσφυγής σε λαικές κινητοποιήσεις οι οποίες εντείνουν το φοβικό σύνδρομο οποιουδήποτε επιθυμεί να διατηρηθεί στην εξουσία.

Τελευταίο στοιχείο,μείζονος σημασίας, στο οποίο θα σταθούμε είναι ο διάλογος και οι προτάσεις που θα πρέπει να διατυπωθούν. Το πρόβλημα το οποίο έχει προκύψει και αφορά την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος δεν είναι κάτι το νέο ούτε βεβαίως έχει άγνωστες αιτίες. Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, η υποαπασχόληση του γυναικείου πληθυσμού, η εισφοροδιαφυγή και η αδήλωτη εργασία είναι οι πιο σημαντικοί από τους παράγοντες που το δημιούργησαν και συνεχίζουν να το επιδεινώνουν. Η βάση της λύσης του ζητήματος θα πρέπει να είναι αυτές ακριβώς οι συνιστώσες. Ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας είναι δυνατόν να αλλάξουμε?Μπορούμε να δημιουργήσουμε γέναια και ουσιαστικά κίνητρα για την δημιουργία οικογένειας στα νέα ζευγάρια εξασφαλίζοντας την βιωσιμότητα του συστήματος σε μακροχρόνια βάση? Μπορούμε να ενθαρρύνουμε την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη που θα κινητοποιεί τα πιο δημιουργικά κομμάτια του εργατικού δυναμικού της χώρας και θα παράγει πλούτος? Σε ποιο βαθμό θα πρέπει να επιτρέψουμε σε εκείνουν που το επιθυμούν εργαστούν σε ένα πλαίσιο αυξημένης ευελιξίας, κατά παρέκκλιση της μόνιμης απασχόλησης? Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους και των αρμόδιων υπηρεσιών σε ότι αφορά το καθεστώς της ημιαπασχόλησης και την ευελιξίας στην αγορά εργασίας? Με ποιες δράσει θα ενισχυθεί περεταίρω η απασχόληση των γυναικών και θα ενθαρρυνθεί η γυναικεία επιχειρηματικότητα? Πως ένα απλοποιημένο, δίκαιο, μηχανογραφημένο και λιγότερο γραφειοκρατικό φορολογικό σύστημα θα συλλαμβάνει εκείνους που εισφοροδιαφεύγουν εις βάρος εκείνων που δεν το κάνουν? Τέλος πως μια συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική θα εντάσει τους ξένους που εργαζονται στην χώρα μας δίνοντας πολύτιμη ένεση ζωτικότητας σε έναν πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από διαρκώς επιδεινούμενη γήρανση?. Η αύξηση των ορίων ηλικίας είναι ρεαλιστικά η προφανής όσο και αυτονόητη ρύθμιση στην οποία ενδέχεται να προχωρήσει η κυβέρνηση προκειμένου να αμβλύνει το πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν αποτελεί όμως παρά μια λύση μέσου χρονικού ορίζοντα. Θα πρέπει οι συνισταμένες του προβλήματος (όπως αυτές αναφέρθηκαν) να συνεκτιμηθούν. Στόχος του κοινωνικού διαλόγου δεν είναι η μετάθεση του προβλήματος όπως έπραξαν όλες οι κυβερνήσεις από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 αλλά μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τα δεδομένα και θα πρωθεί τις ενδεδειγμένες λύσεις προς το κοινό συμφέρον. Στην αναζήτηση της είναι αυτονόητο ότι προνόμια και αδικίες που εκτράφηκαν και συντηρήθηκάν όλα αυτά το χρόνια δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ και ο Γιώργος

Στην πατρίδα μας, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, η ένnοια του διπόλου, της αντιπαράθεσης μεταξύ δύο εξίσου ισχυρών μερών τα οποία ανταγωνίζονται για την κυριαρχία σε έναν συγκεκριμένο τομέα, καταλαμβάνει κεντρική θέση στην αξιακή κλίμακα μεσω της οποίας οι κάτοικοι αυτής της χώρας αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν και αξιολογούν καταστάσεις που διαδραματίζονται σε ποικίλους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους. Έίναι τουλάχιστον αξιον λόγου και περαιτέρω κοινωνικής, πολιτικής και , ίσως, ψυχολογικής ανάλυσης το γεγονός ότι οι Έλληνες τείνουν να συσπειρώνονται πίσω από έναν από τους δύο κυριάρχους πόλους στην πλειονότητα των κοινωνικών και πολιτικών εκδηλώσεων τους. Η δήλωση κορυφαίου στελέχους της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η αντιπαράθεση Γ. Παπανδρέου και Ε. Βενιζέλου για την αρχηγία του ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν θα πρέπει να διεξαχθεί “με ποδοσφαιρικούς όρους” αποτελεί ίσως την καλύτερη επιβεβαίωση για τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε παραπάνω.Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα.. Δεξια-Αριστερά, σοσιαλισμός-νεοφιλελευθερισμός, ΝΔ-ΠΑ.ΣΟ.Κ,ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, Καραμανλής –Παπανδρέου,Ολυμπιακός-Παναθηναϊκος.Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι άνωθεν αναφερθέντες διπολικοί συσχετισμοί δίχασαν και συνεχίζουν να διχάζουν γενιές νεοελλήνων. Είναι σημαντικό όσο και ελπιδοφόρο, σε αυτό το πλαίσιο, ότι ο δικομματισμός, η εκφανση του διπολισμού στο ελληνικό πολιτικό σύστημα η οποία ενδελεχώς καλλιεργήθηκε και εκτράφηκε μετά την Μεταπολίτευση, έδειξε να αποδυναμώνεται. Οι επιφυλάξεις που διατηρώ σχετικά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της “στροφής προς τα αριστερά” (όπως αυτή βαφτίστηκε πρόχειρα όσο και βεβιασμένα από τα ελληνικά media) ελπίζω να διαψευστούν. Σε κάθε περίπτωση η σαφής άνοδος της εκλογικής δύναμικής τόσο του ΚΚΕ όσο και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστερά καταδεικνύουν την ύπαρξη κοινωνικών ομάδων που επιζητούν την διαφυγή από την δικομμάτική αντιπαράθεση η οποία έχει απωλέσει τόσο την σημασία της όσο και την σκοπιμότητα την οποία ενδεχομένως είχε πριν μερικά χρόνια.

Στην χώρα που είναι ερωτευμένη με την διπολική ερμηνεία και συλλογιστική, ένα κόμμα της δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Οι έντονες εσωκομματικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της “δημοκρατικής παράταξης” έχουν έναν έντονα διπολικό χαρακτήρα.Η ,αναμενόμενη από πολλούς παροικούντες την πράσινη Ιερουσαλήμ, ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου παρείχε τις ιδανικές συνθήκες προκειμένουν να προβληθεί και εξωτερικευθεί ένας υποβόσκων προβληματισμός όσον αφορά την ηγεσία της παράταξης. Ο βασικός άξονας επί του οποίου κινείται ο εν λόγω προβληματισμός είναι το ερώτημα “ποιος αρχηγός μπορεί να οδηγήσει το κόμμα στην νίκη στις επόμενες εθνικές εκλογές όποτε και αν αυτές γίνουν¨.Ο Ευαγγελός Βενιζέλος έσπευσε το βράδυ των εκλογών (οργισμένα και άκομψα) να καταστήσει σαφώς ότι θα αποτελέσει τον έταιρο πόλο όσο αφορά την διεκδίκηση της αρχηγίας του κόμματος. Τόσο ο χρόνος όσο και η τοποθεσία των δηλώσεων του εκείνο το βράδυ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από σημειολογικής άποψης καθότι φανερώνουν, αν μη τι άλλο, τις βλέψεις του όσο και την ταχύτητα με την οποία επιθυμεί να τις πραγματώσει. Απέναντι του ο συνταγματολόγος από την συμπρωτεούσα θα βρει τον πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ και υιο του ιδρυτή του.Σε αυτή την πρώτη συμβολή μου στο “Leftovers” θα ασχοληθώ με τον Γεώργιο Παπανδρέου επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου στα χαρακτηριστικά του, στην μεταβολή τους κατά τα τρία χρόνια που έχει διανύσει ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ όπως και τις προοπτικές του για το μέλλον.

Το “παιδί της Αλλαγής’’ αφενός δεν ήταν ο άφθαρτος πολιτικός αφετέρου δεν διεκδίκησε την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπει το καταστατικό του κόμματος. Ήταν μέλος των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη (1996-2000,2000-2004) ως εκ τούτου επωμίστηκε μέρος της ευθύνης για όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που τις στιγμάτισαν, ακόμη και αυτά για τα οποία πιθανόν να μην είχε ουδεμία γνώση πόσω μάλλον ανάμειξη. Σε ότι αφορά την αναρρίχηση του στην ηγεσία του κόμματος πολλά έχουν γραφτεί για την συνάντηση Σημίτη-Παπανδρέου εκείνο τον Μάρτιο και το περιβόητο “δαχτυλίδι της διαδοχής”. Είναι γεγονός πάντως ότι οι εσωκομματικές διαδικασίες παρακάμφθηκαν με εξόφθαλμο όσο και προκλητικό τρόπο.Στο ερώτημα γιατί το γεγονός ότι η ηγεσία του Κινήματος ουσιαστικά μεταβιβάστηκε από τον πρώην Πρωθυπουργό στον Γ. Παπανδρέου δεν προκάλεσε οξείες αντιδράσεις με δεδομένο τον αντιδημοκρατικό της χαρακτήρα (η διαδικασία εκλογής από την βάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ την οποία οργάνωσε ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ μόνο ως νομιμοιοποιητικό μανδύας κενός περιεχομένου μπορεί να εκληφθεί) είναι δυνατόν να απαντηθεί μόνο με όρους συσχετισμών εντός του κόμματος, της χρονικής διάρκειας κατά την οποία η “μεταβίβαση” έλαβε χώρα και τελευταίο άλλα όχι ελλάσων του ονόματικού συμβολισμού του ονόματος που φέρει ο Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Η ανάληψη της ηγεσία του κόμματος από τον υιό του ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κοινωνική βάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το σύνολο των μετρήσεων της κοινής γνώμης, κατά την εν λόγω περίοδο κατεδεύκνυε εκτός του θεαματικού κλεισίματος της ψαλίδας μεταξύ των δύο κομμάτων, μια γεωμετρικού χαρακτήρα μεγέθυνση της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του, τότε κυβερνώντος, κόμματος. Το τέχνασμα του εκσυγχρονιστή Κώστα Σημίτη έδειχνε να πετυχαίνει όμως η κληρονομιά της 20ετούς διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ ήταν δυσβάσταχτη ακόμη και για έναν Παπανδρέου. Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του κράτους από το κόμμα, ο προκλητικός πλουτισμός παντώς είδους κρατικοδίαιτων αξιωματούχων και συνδικαλιστών,η διάχυτη αλαζονεία και τα οικονομικά σκάνδαλα δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν επικοινωνιακά σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Η ήττα αντιμετωπίστηκε ως το φυσιολογικό και αναμενόμενο εκλογικό ράπισμα σε ένα κόμμα ράθυμο, κουρασμένο και διαβρωμένο από την μακρόχρονη νομή της εξουσίας. Αυτή ήταν και η λογική πίσω από την οποία η εν λόγω ήττα δεν αποδόθηκε στον Γ.Παπανδρεόυ αλλά στην οκταετία που στιγμάτισε ο Κώστας Σημίτης και οι κυβερνήσεις του. Η εμπιστοσύνη στον νέο ηγέτη του Κόμματος δεν ισοδυναμούσε με λευκή επιταγή παρά τον πανηγυρικό χαρακτήρα με τον οποία οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ ουσιαστηκά επικύρωσαν την διάδοχη κατάσταση.Συνοδευόταν από εντονότατες παραινέσει για αλλαγές που θα έκαναν το ΠΑ.ΣΟ.Κ πλειοψηφικό ρεύμα. Το ‘’ Γίωργο αλλαξέ τα όλα” δεν ήταν απλά ένα σύνθημα που εμπνεύστηκαν και επέβαλλαν κομματάρχες από τις τοπικές οργανώσεις του κόμματος. Αντικατόπτριζε την απαίτηση της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ και όσον πιστεύουν σε μια σύγχρονη κεντροαριστερή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης για διαρθωτικές αλλαγές στο κόμμα αλλά και προγραμματική μετατόπιση του Κινήματος προς τις αξίες και τις ρίζες του. Στηριζόταν στην δυναμική που εξασφάλιζε στον Γιώργο Παπανδρέου όχι μόνο η οικογενειακή του παράδοση αλλά και η στήριξη που θα απολάμβανε από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ σε αυτή την προσπάθεια ανασύνταξης και ανασυγκρότησης.

Δυστυχώς το σύνθημα δεν έγινε πράξη. Ο Γ.Παπανδρέου επιδεικνύοντας έλλειψη πολιτικής βούλησης και ενός συκγροτημένου σχεδίου για την περαιτέρω πορεία δεν εξασφάλισε στο ΠΑΣΟΚ τις συνθήκες οι οποίες θα του επέτρεπαν να διεκδικήσει με αξιώσεις την πρωθυπουργία. Εγκλωβίστηκε στην λογική των συσχετισμών και των ισορροπιών μεταξύ των στελεχών αποτυγχάνοντας παράλληλα να εμφυσήσει ενότητα και σύμπνοια κατά την πρώτη περίοδο, μετά από πολλά χρόνια, που το κόμμα ήταν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι οργανωτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε οδήγησαν σε αυτό που στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ έχουν αποκαλέσει επικριτικά ‘κόμμα-χυλό”. H έμφαση σε έννοιες όπως η συμμετοχική δημοκρατία, η κοινωνία των πολιτών, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση παρότι καλοδεχούμενη δεν ήταν δυνατόν να έχει χειροπιαστό αποτέλεσμα σε μια χώρα οπου ο πολιτικός λόγος εκφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στα media (με προφανείς επιπτώσεις στην σοβαρότητα του) και της οποίας οι πολίτες έχουν εθιστεί στην ανέξοδη παροχολογία.Δεν αξιολογώ αρνητικά τα χαρακτηριστικά του προέδρου (μέχρι νεωτέρας του ΠΑΣΟΚ). Τουναντίον, θεωρώ ότι η ηπιότητα και η ηρεμία που αναδύονται από τον πολιτικό του λόγο και την εν γένει πολιτική του δραστηριότητα όλο αυτό το διάστημα είναι θετικά για το πολιτικό μας σύστημα. Είναι αυτός ακριβώς ο λόγος που η απόπειρα του να παίξει τις νότες του σκληρού ροκ μόνο μηδιάματα προκαλεί. Το ύφος του Γ. Παπανδρέου είναι εκ διαμέτρου αντίθετου από εκείνο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί πολιτικά ο Κώστας Λαλιώτης προκειμένου να ερεθίζει τα αντιδεξιά αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος και να συσπείρωνει το κόμμα. Πέρα από το γεγονός ότι τέτοιες διχαστικές τακτικές τείνουν να απωλέσουν την αποτελεσματικότητα τους (όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές), ο Γ. Παπανδρέου δεν μπορεί να ανταποκριθεί επικοινωνιακά στις ανάγκες του σκληρού ροκ. Μια σκανδιναβικού τύπου δημοκρατία, με έντονα τα στοιχεία της διαβούλευσης και της συναίνεσης θα ήταν θεωρώ το ιδάνικο πολιτικό περιβάλλον για τον πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποτελεί ένα τέτοιο περιβάλλον.

Ποιο είναι το μέλλον λοιπόν του Γ. Παπανδρέου όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ?

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι στην μάχη για την διαδοχή η οποία ξεκίνησε και τυπικά από με την συνεδριάση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ την περασμένη Πέμπτη ο Γ.Παπανδρέου μεινονεκτεί. Έχοντας υποστεί διαδοχικές ήττες, τόσο στις ενδιάμεσες ευρωεκλογές και τις δημοτικές-νομαρχιακές εκλογές όσο και στις εθνικές εκλογές, είναι προφανές ότι δεν είναι ο Παπανδρέου του 2004. Είναι αποδυναμωμένος πολιτικα τόσο εσωκομματικά όσο και από την αδυναμία του να ανταγωνιστεί ουσιαστικά τον Κώστα Καραμανλή σε ότι αφορά την ποιοτική αξιολόγηση της κοινής γνώμης. Τα MME που παραδοσιακά πρόσκεινται στον χώρο του ΠΑΣΟΚ επιχειρησαν αμέσως μετά τις εκλογές να επιβάλλουν την παραίτηση του ενώ ο έταιρος διεκδικητής της προεδρίας του κόμματος διατυμπάνισε δίχως δισταγμό η την παραμικρή αυτοσυγκράτηση ότι “είμαι παρών”. Παραδόξως απέναντι σε όλα αυτά ο Γ. Παπανδρέου δεν θα πρέπει να θεωρείται καμμένο χαρτί για δύο λόγους. Αφενός απολαμβάνει της υποστήριξης η έστω ανοχής σημαινόντων στελεχών. Ο Χάρης Καστανίδης, κοινοβουλετικός εκπρόσωπος του Κόμματος,ο Δημήτρης Ρέππας, ο Θ. Πάγκαλος, η Άννα Διαμαντοπούλου θεωρούνται ότι στηρίζουν τον Γιώργο η ότι τουλάχιστον δεν θα προσχωρήσουν στο στρατόπεδο Βενιζέλου. Αφετέρου ο Ε. Βενιζέλος προχώρησε σε βεβιασμένες και ατυχείς επικοινωνιακά κινήσεις που μπορεί να ανατρέψουν το διαφαινόμενο ως ρεύμα προς την αναληψη της αρχηγίας. Οι δηλώσεις του το βράδυ των εκλογών στο Ζ άππειο, η συνάντηση του με τον Κώστα Σημίτη και η παραίνεση του να αποτελέσει τον εγγυητή της ενότητας του κόμματος και η εντατικότητα που επιχείρησε να επιβάλει στον προγραμματισμό των διεργασιών για την ανάδειξη του αρχηγού είναι στοιχεία που θεωρώ ότι αποξένωσαν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του κινήματος, ακόμη και αυτών που τον θεωρούσαν ( όχι άδικα τον φυσικό διάδοχο του Γ. Παπανδρέου. Σε αναμονή του τρίτου πόλου η μάχη για την ηγεσία στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναμένεται άκρως ενδιαφέρουσα…Ίδωμεν..